ζεύγνυμι, aor. ἔζευξα ἀνατίθημι ἀπόλλυμι, aor. ἀπώλεσα
ἐπιτίθημι πρεσβύτερος ὁ γέρων (γέροντος)
ὁ χιτών (χιτῶνος) ἔδοξα (+ dat.) τὸ ὕδωρ (ὕδατος)
μείγνυμι, aor. ἔμειξα τίθημι ὁ στέφανος
τὸ ἱερόν δίδωμι διδάσκω + acc.
τὸ ἦθος (ἤθους) Ἑλληνικός ἡ καρδία
ἑαυτῶν, ἑαυτῶν, ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυταῖς, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς, ἑαυτάς, ἑαυτά μεταπέμπομαι ἄπειμι, inf. ἀπιέναι
δείκνυμι, aor. ἔδειξα τὸ ἱμάτιον γέρων (γέροντος)
ὁ ἀγρός εἶμι, inf. ἰέναι παρά + gen.
te gronde richten / verliezen opstellen / wijden onder het juk spannen / verbinden
oude man ouder plaatsen op / opleggen
water ik scheen (toe aan) / ik meende (aor. van δοκέω) chiton / onderkleed
krans plaatsen / (neer)zetten / (neer)leggen mengen
(iemand) leren / onderwijzen geven heiligdom / tempel
hart Grieks karakter, aard
weggaan ontbieden / laten komen zichzelf (gen., dat., acc. mnl., vrl., onz. mv.)
oud / bejaard mantel (aan)tonen / aanwijzen
van (de kant van) (zullen) gaan akker
ἀνοίγνυμι ὁ ἔρως (ἔρωτος) ἐπιδείκνυμι
ἀποδείκνυμι, aor. ἀπέδειξα ἕτερος ἡ ἐλπίς (ἐλπίδος)
πλήρης (πλήρους) + gen. χρήομαι + dat. τὸ ἄγαλμα (ἀγάλματος)
ἅπας (ἅπαντος), ἅπασα (ἁπάσης), ἅπαν (ἅπαντος)
tonen / laten zien liefde openen
hoop / verwachting de een / de ander (van twee) aantonen / laten zien
(goden)beeld gebruiken vol met
geheel / ieder / mv. alle(n)